μεταμοσχευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταμοσχευτικός < μεταμοσχεύω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαμεταμοσχευτικός
- που έχει σχέση με μεταμόσχευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταμοσχευτικός
|
μεταμοσχευτικός
|