μετάλλευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μετάλλευσῐς | αἱ | μεταλλεύσεις | ||||
γενική | τῆς | μεταλλεύσεως | τῶν | μεταλλεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | μεταλλεύσει | ταῖς | μεταλλεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μετάλλευσῐν | τὰς | μεταλλεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | μετάλλευσῐ | μεταλλεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταλλεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μεταλλευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετάλλευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μεταλλεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετάλλευσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μέταλλον
Πηγές
επεξεργασία- μετάλλευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.