μετάζωα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μετάζωα | ||
γενική | των | μετάζωων | ||
αιτιατική | τα | μετάζωα | ||
κλητική | μετάζωα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετάζωα < νεολατινική metazoa[1] < αρχαία ελληνική μετά + ζῷον
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετάζωα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μετάζωα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ μετάζωα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας