Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μετάζωα
      γενική των μετάζωων
    αιτιατική τα μετάζωα
     κλητική μετάζωα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάζωα < νεολατινική metazoa[1] < αρχαία ελληνική μετά + ζῷον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάζωα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία