μεσόπατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσόπατος αρσενικό
- το μεσοπάτωμα
- πλαστικό ή δερμάτινο κομματάκι που τοποθετείται πάνω από τον πάτο ενός υποδήματος (και συνήθως στο πίσω μέρος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσόπατος
|