μεσόνιο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεσόνιο | τα | μεσόνια |
γενική | του | μεσόνιου & μεσονίου |
των | μεσόνιων & μεσονίων |
αιτιατική | το | μεσόνιο | τα | μεσόνια |
κλητική | μεσόνιο | μεσόνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεσόνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική meson < αρχαία ελληνική μέσον, ουδέτερο του μέσος + -ιο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μεσόνιο ουδέτερο
- (στοιχειώδες σωματίδιο) αδρόνιο που αποτελείται από ένα κουάρκ και ένα αντικουάρκ συνδεόμενα με ισχυρή δύναμη αλληλεπίδρασης
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μεσόνιο στη Βικιπαίδεια