Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεσοσαράκοστο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μεσοσαράκοστ
ο
τα
μεσοσαράκοστ
α
γενική
του
μεσοσαράκοστ
ου
των
μεσοσαράκοστ
ων
αιτιατική
το
μεσοσαράκοστ
ο
τα
μεσοσαράκοστ
α
κλητική
μεσοσαράκοστ
ο
μεσοσαράκοστ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεσοσαράκοστο
<
μέσος
+
-ο-
+
Σαρακοστή
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεσοσαράκοστο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
) η
μέση
της
περιόδου
της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεσοσαράκοστο