μεσολόβιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσολόβιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσολόβιο ουδέτερο
- (ανατομία, εγκέφαλος) το τυλώδες σώμα, ευρεία δέσμη νευρικών ινών που συνδέει τα δυο εγκεφαλικά ημισφαίρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσολόβιο
|