Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσολόβιο τα μεσολόβια
      γενική του μεσολοβίου
μεσολόβιου
των μεσολοβίων
    αιτιατική το μεσολόβιο τα μεσολόβια
     κλητική μεσολόβιο μεσολόβια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
το μεσολόβιο του εγκεφάλου

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσολόβιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσολόβιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία