corpus callosum
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
corpus callosum | corpora callosa |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαcorpus callosum (en) ουδέτερο στα λατινικά
- (ιατρική) το μεσολόβιο, το τυλώδες σώμα στον εγκέφαλο
ενικός | πληθυντικός |
corpus callosum | corpora callosa |
corpus callosum (en) ουδέτερο στα λατινικά