Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσοκαιρίτης οι μεσοκαιρίτες
      γενική του μεσοκαιρίτη των μεσοκαιριτών
    αιτιατική τον μεσοκαιρίτη τους μεσοκαιρίτες
     κλητική μεσοκαιρίτη μεσοκαιρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσοκαιρίτης < μεσαιωνική ελληνική μεσοκαιρίτης[1] < μεσο- + -ο- + καιρός + -ίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσοκαιρίτης αρσενικό (θηλυκό μεσοκαιρίτισσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. μεσοκαιρίτης Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].