μεσοκαιρίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσοκαιρίτισσα < μεσοκαιρίτης + -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσοκαιρίτισσα θηλυκό
- (ιδιωματικό) θηλυκό του μεσοκαιρίτης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσοκαιρίτισσα
|