μεσάντρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεσάντρα | οι | μεσάντρες |
γενική | της | μεσάντρας | — | |
αιτιατική | τη | μεσάντρα | τις | μεσάντρες |
κλητική | μεσάντρα | μεσάντρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεσάντρα θηλυκό
- (παρωχημένο) ξύλινη ντουλάπα που καλύπτει τη μια πλευρά του δωματίου σε παραδοσιακά σπίτια