Δείτε επίσης: Μασάντρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μασάντρα οι μασάντρες
      γενική της μασάντρας
    αιτιατική τη μασάντρα τις μασάντρες
     κλητική μασάντρα μασάντρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μασάντρα < τουρκική musandra

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μασάντρα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

[1]

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Λεξικογραφικόν Δελτίον, τόμ. 4-6, Ακαδημία Αθηνών, 1942, σελ. 137
  2. Αγγελική Πλάγου, Περιφέρεια Ηπείρου: Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων: Όπου η Ομορφιά Περισσεύει, AKAKIA Publications, 2016