μερώνυμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μερώνυμο | τα | μερώνυμα |
γενική | του | μερώνυμου | των | μερώνυμων |
αιτιατική | το | μερώνυμο | τα | μερώνυμα |
κλητική | μερώνυμο | μερώνυμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μερώνυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική meronym < αρχαία ελληνική μέρος + όνομα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερώνυμο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) το λέξημα που σημασιολογικά αποτελεί μέρος (τμήμα) ενός άλλου
- Ο αντίχειρας είναι μερώνυμο του χεριού