Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μερεμέτισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μερεμέτισμα
τα
μερεμετίσμα
τ
α
γενική
του
μερεμετίσμα
τ
ος
των
μερεμετισμά
τ
ων
αιτιατική
το
μερεμέτισμα
τα
μερεμετίσμα
τ
α
κλητική
μερεμέτισμα
μερεμετίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μερεμέτισμα
<
μερεμετίζω
+
-μα
<
τουρκική
meremet
<
αραβική
مرمّت
(
murammat
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μερεμέτισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
μερεμετίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μερεμέτισμα