μεράδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεράδι | τα | μεράδια |
γενική | του | μεραδιού | των | μεραδιών |
αιτιατική | το | μεράδι | τα | μεράδια |
κλητική | μεράδι | μεράδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεράδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεράδι, τύπος του μοιράδιον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meˈɾa.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρά‐δι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεράδι ουδέτερο
- άλλη μορφή του μοιράδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεράδι
→ δείτε τη λέξη μοιράδι |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεράδι ουδέτερο