Ετυμολογία

επεξεργασία
μοιράδιον, λέξη του 12ου αιώνα < είτε μοῖρ(α) + -άδιον,[1] είτε ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μοιράδιος (ελληνιστική κοινή) [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοιράδιον ουδέτερο

  1. τμήμα συνόλου, μέρος, κατηγορία, ομάδα
  2. μερίδιο, μοιράδι, μερτικό, κλήρος
  3. ανταμοιβή, αμοιβή, δωρεά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μοῖρα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μοιράδιον Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. μοιράδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας