μελάγχιμος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελάγχιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
μελάγχιμος, -ος, -ον ποιητικός τύπος
- μαύρος, σκοτεινός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 301 (300-301)
- ἐμοῖς μὲν εἶπας δώμασιν φάος μέγα | καὶ λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου.
- Για τα δικά μου σπίτια φως είπες μεγάλο | κι από νυχτιά θεοσκότεινη ξέλαμπρη μέρα.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- ἐμοῖς μὲν εἶπας δώμασιν φάος μέγα | καὶ λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 719 (719-720)
- πρέπουσι δ᾽ ἄνδρες νήιοι μελαγχίμοις | γυίοισι λευκῶν ἐκ πεπλωμάτων ἰδεῖν,
- κι οι ναύτες καθαρά με τα μαύρα κορμιά τους | μέσ᾽ απ᾽ τις άσπρες φορεσιές των ξεχωρίζουν.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- πρέπουσι δ᾽ ἄνδρες νήιοι μελαγχίμοις | γυίοισι λευκῶν ἐκ πεπλωμάτων ἰδεῖν,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 301 (300-301)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μέλας
Πηγές επεξεργασία
- μελάγχιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μελάγχιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.