→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μελάγχιμος τὸ μελάγχιμον
      γενική τοῦ/τῆς μελαγχίμου τοῦ μελαγχίμου
      δοτική τῷ/τῇ μελαγχίμ τῷ μελαγχίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν μελάγχιμον τὸ μελάγχιμον
     κλητική ! μελάγχιμε μελάγχιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μελάγχιμοι τὰ μελάγχιμ
      γενική τῶν μελαγχίμων τῶν μελαγχίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς μελαγχίμοις τοῖς μελαγχίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μελαγχίμους τὰ μελάγχιμ
     κλητική ! μελάγχιμοι μελάγχιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελαγχίμω τὼ μελαγχίμω
      γεν-δοτ τοῖν μελαγχίμοιν τοῖν μελαγχίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελάγχιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

μελάγχιμος, -ος, -ον ποιητικός τύπος

Συγγενικά

επεξεργασία