Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μειωτήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μειωτήρ
ας
οι
μειωτήρ
ες
γενική
του
μειωτήρ
α
των
μειωτήρ
ων
αιτιατική
τον
μειωτήρ
α
τους
μειωτήρ
ες
κλητική
μειωτήρ
α
μειωτήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μειωτήρας
<
μειώνω
+
-τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μειωτήρας
αρσενικό
συσκευή
ή
μηχανισμός
που συμβάλλει στη
μείωση
της
πίεσης
, της
ταχύτητας
ή άλλων
μεγεθών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μειωτήρας