Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μειλιχιότητα οι μειλιχιότητες
      γενική της μειλιχιότητας των μειλιχιοτήτων
    αιτιατική τη μειλιχιότητα τις μειλιχιότητες
     κλητική μειλιχιότητα μειλιχιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μειλιχιότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μειλιχιότης (μαρτυρείται από το 1889)[1] < μειλίχι(ος) + -ότης / -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.li.çiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μει‐λι‐χι‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μειλιχιότητα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 633, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία