μεγαλοεργικός
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλοεργικός < μεγαλοεργός + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλοεργικός, -ός, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που έχει κλίση στη μεγαλοπρέπεια
Πηγές
επεξεργασία- μεγαλοεργικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.