Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεγαλοεπενδυτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Αντώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μεγαλοεπενδυτ
ής
οι
μεγαλοεπενδυτ
ές
γενική
του
μεγαλοεπενδυτ
ή
των
μεγαλοεπενδυτ
ών
αιτιατική
τον
μεγαλοεπενδυτ
ή
τους
μεγαλοεπενδυτ
ές
κλητική
μεγαλοεπενδυτ
ή
μεγαλοεπενδυτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεγαλοεπενδυτής
<
μεγαλο-
+
επενδυτής
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
me.ɣa.lo.e.pen.ðiˈtis
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεγαλοεπενδυτής
αρσενικό
(
οικονομία
) που
επενδύει
μεγάλα
ποσά
(στο
χρηματιστήριο
ή
αλλού
)
Αντώνυμα
επεξεργασία
μικροεπενδυτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγαλοεπενδυτής
αγγλικά
:
big
investor
(en)