Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυρόφιδο τα μαυρόφιδα
      γενική του μαυροφίδου
μαυρόφιδου
των μαυροφίδων
    αιτιατική το μαυρόφιδο τα μαυρόφιδα
     κλητική μαυρόφιδο μαυρόφιδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυρόφιδο < μαύρος + -ο- + φίδι + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυρόφιδο ουδέτερο

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. «Hierophis viridiflanus», Ερπετά και Αμφίβια της Ελλάδας (herpetofauna.gr)· πρόσβαση: 2021-03-02.