μαχαιριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαχαιριά | οι | μαχαιριές |
γενική | της | μαχαιριάς | των | μαχαιριών |
αιτιατική | τη | μαχαιριά | τις | μαχαιριές |
κλητική | μαχαιριά | μαχαιριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαχαιριά < μεσαιωνική ελληνική μαχαιρία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαχαιριά θηλυκό
- η διάτρηση του δέρματος ή άλλης ύλης από αιχμηρό όργανο
- Του έδωσε μια μαχαιριά κατάστηθα, αλλά ο άνθρωπος έζησε
- Κόψε το ψωμί πρσεκτικά, μην κάνεις μαχαιριές στο τραπέζι!
- το ψυχικό τραύμα, ο πόνος από δυσάρεστη ενέργεια άλλου ατόμου
- Ήταν μαχαιριά στην καρδιά της, που έφυγε ο μοναχογιός της για Αμερική