Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυροτσιρώνι τα μαυροτσιρώνια
      γενική του μαυροτσιρωνιού των μαυροτσιρωνιών
    αιτιατική το μαυροτσιρώνι τα μαυροτσιρώνια
     κλητική μαυροτσιρώνι μαυροτσιρώνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυροτσιρώνι < μαύρο και τσιρώνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυροτσιρώνι ουδέτερο

λιανόψαρο ενδημικό των ποταμών (επιστημονική ονομασία (Pachychilon macedonicum) ή rutilus macedonicus που αλιεύεται κυρίως στο Δέλτα του Αξιού και στις εκβολές του Πηνειού στην Κατερίνη.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία