Δείτε επίσης: Ματρώνα, Ματρῶνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματρόνα οι ματρόνες
      γενική της ματρόνας
    αιτιατική τη ματρόνα τις ματρόνες
     κλητική ματρόνα ματρόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ματρόνα < μεσαιωνική ελληνική ματρῶνα[1] (ορθογραφική απλοποίηση[2]) < λατινική matrona < mater

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ματρόνα θηλυκό

  1. (σπάνιο) νταρντάνα γυναίκα
  2. (λαϊκότροπο) μαστροπός, τσατσά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ματρώνα Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. ματρόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)