νταρντάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νταρντάνα | οι | νταρντάνες |
γενική | της | νταρντάνας | — | |
αιτιατική | την | νταρντάνα | τις | νταρντάνες |
κλητική | νταρντάνα | νταρντάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νταρντάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tartana, αλιευτικό σκάφος, σαν το τρεχαντήρι, αλλά με πολύ πλούσιο εξαρτισμό στο μοναδικό ιστό του (κατάρτι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νταρντάνα θηλυκό
- (οικείο) γυναίκα μεγαλόσωμη και γεροδεμένη
Συνώνυμα επεξεργασία
- φρεγάτα μου
- φρεγάδα μου
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- νταρντάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας