ματεριαλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ματεριαλιστής < ματεριαλισ(μός) +-τής για να αποδοθεί το γαλλικό matérialiste < matérialisme < materia
Ουσιαστικό επεξεργασία
ματεριαλιστής αρσενικό και ματεριαλίστρια θηλυκό
- ο υλιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ματεριαλιστής