Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.te.ʁja.list/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
matérialiste matérialistes

matérialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
matérialiste matérialistes

matérialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία