ματάκιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ματάκιας | οι | ματάκηδες |
γενική | του | ματάκια | των | ματάκηδων |
αιτιατική | τον | ματάκια | τους | ματάκηδες |
κλητική | ματάκια | ματάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ματάκιας < από την έκφραση παίρνω μάτι (παρακολουθώ κάτι/κάποιους κρυφά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαματάκιας αρσενικό
- αυτός που του αρέσει να παρακολουθεί τις ερωτικές στιγμές των άλλων