voyeur
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
voyeur | voyeurs |
voyeur (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- voyeur < ρήμα voir (βλέπω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
voyeur | voyeurs |
voyeur (fr) αρσενικό
- ο ηδονοβλεψίας, ο μπανιστηρτζής, ο ματάκιας