Ετυμολογία

επεξεργασία
voyeur < γαλλική voyeur < ρήμα voir (βλέπω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vwɑːˈjɜː/ & /vɔɪˈjɜː/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /vwɑˈjɜɹ/ & /vɔɪˈjɜr/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
voyeur voyeurs

voyeur (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
voyeur < ρήμα voir (βλέπω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
voyeur voyeurs

voyeur (fr) αρσενικό