μαστόρεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαστόρεμα < μαστορευ(ω) + -μα (το υ αποβλήθηκε)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστόρεμα ουδέτερο (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό)
- η επισκευή, το μερεμέτι, η επιδιόρθωση μιας βλάβης ή η αποκατάσταση μιας ζημιάς
- Χάλασαν τα υδραυλικά κι έχω μαστορέματα στο σπίτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστόρεμα
|