bricolage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bricolage < bricoler
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bricolage | bricolages |
bricolage (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bricolage (it)
- το μαστόρεμα