bricoleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bricoleur | bricoleurs |
θηλυκό | bricoleuse | bricoleuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbricoleur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bricoleur | bricoleurs |
θηλυκό | bricoleuse | bricoleuses |
bricoleur (fr)