μαστουρλούκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαστουρλούκι | τα | μαστουρλούκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μαστουρλούκι | τα | μαστουρλούκια |
κλητική | μαστουρλούκι | μαστουρλούκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαστουρλούκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστουρλούκι ουδέτερο
- (αργκό, παρωχημένο) η μαστούρα
- ※ Τότες πιάνω το μπουζούκι / σπαν’ οι μάγκες μαστουρλούκι (Μάρκος Βαμβακάρης, «Όταν πίνω τουμπεκάκι», ρεμπέτικο του 1932)
- ※ Η μια κρατά το αργιλέ / κι η άλλη το τσιμπούκι / κι η τρίτη η μικρότερη / τρελή στο μαστουρλούκι (Γιώργος Μπάτης, «Ο μπουφετζής», ρεμπέτικο του 1935)
- ※ Στης Πόλης το Μεβλά Χανέ / με τους πολλούς οντάδες / στο μαστουρλούκι το 'ριξα / με βέρους δερβισάδες (Αγάπιος Τομπούλης, «Στης Πόλης το Μεβλά Χανέ»», τραγούδι του 1954 με τη Ρόζα Εσκενάζυ)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστουρλούκι
|