↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστοπλαστική οι μαστοπλαστικές
      γενική της μαστοπλαστικής των μαστοπλαστικών
    αιτιατική τη μαστοπλαστική τις μαστοπλαστικές
     κλητική μαστοπλαστική μαστοπλαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστοπλαστική (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mammaplasty. Μορφολογικά αναλύεται σε μαστός + -ο- + πλαστική

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστοπλαστική θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία