μαστοπλαστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαστοπλαστική (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mammaplasty. Μορφολογικά αναλύεται σε μαστός + -ο- + πλαστική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαστοπλαστική θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική) η πλαστική σε μαστό για αισθητικούς ή ιατρικούς λόγους
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαστοπλαστική
Πηγές
επεξεργασία- μαστοπλαστική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μαστοπλαστική - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr