↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστογραφία οι μαστογραφίες
      γενική της μαστογραφίας των μαστογραφιών
    αιτιατική τη μαστογραφία τις μαστογραφίες
     κλητική μαστογραφία μαστογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστογραφία < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mammography.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε μαστό(ς) + -γραφία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστογραφία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μαστ(ο)- - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.