μαστογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαστογραφία < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mammography.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε μαστό(ς) + -γραφία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαστογραφία θηλυκό
- (ιατρική) ακτινογραφία μαστού για ανίχνευση καρκίνου
- ※ μόνο 60% των όγκων που ανιχνεύονται με 'μαστογραφία είναι ψηλαφητοί (Σταύρος Αρχοντάκης, Σύνοψη Παθολογικής Ανατομικής, εκδ. Αδελφοί Βλάσση, 2002)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαστογραφία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μαστ(ο)- - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μαστογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαστογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)