μασκαραλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μασκαραλίκι | τα | μασκαραλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μασκαραλίκι | τα | μασκαραλίκια |
κλητική | μασκαραλίκι | μασκαραλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μασκαραλίκι < τουρκική maskaralık
Ουσιαστικό επεξεργασία
μασκαραλίκι ουδέτερο
- γελοία ή / και κατακριτέα συμπεριφορά ή πράξη
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μάσκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μασκαραλίκι
|