Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαραζιάρικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαραζιάρικ
ος
η
μαραζιάρικ
η
το
μαραζιάρικ
ο
γενική
του
μαραζιάρικ
ου
της
μαραζιάρικ
ης
του
μαραζιάρικ
ου
αιτιατική
τον
μαραζιάρικ
ο
τη
μαραζιάρικ
η
το
μαραζιάρικ
ο
κλητική
μαραζιάρικ
ε
μαραζιάρικ
η
μαραζιάρικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαραζιάρικ
οι
οι
μαραζιάρικ
ες
τα
μαραζιάρικ
α
γενική
των
μαραζιάρικ
ων
των
μαραζιάρικ
ων
των
μαραζιάρικ
ων
αιτιατική
τους
μαραζιάρικ
ους
τις
μαραζιάρικ
ες
τα
μαραζιάρικ
α
κλητική
μαραζιάρικ
οι
μαραζιάρικ
ες
μαραζιάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαραζιάρικος
<
μαραζιάρης
Επίθετο
επεξεργασία
μαραζιάρικος,η,ο
ο
μαραζιασμένος
, που έχει μαραζώσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαραζιάρικος