Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαραζιάρης οι μαραζιάρηδες
      γενική του μαραζιάρη των μαραζιάρηδων
    αιτιατική τον μαραζιάρη τους μαραζιάρηδες
     κλητική μαραζιάρη μαραζιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαραζιάρης < μαράζι

  Επίθετο επεξεργασία

μαραζιάρης

  1. που έχει καταπέσει ψυχολογικά, είναι καταθλιπτικός, μελαγχολικός
  2. που έχει μαραζώσει το κορμί του ή είναι από τη φτιαξιά του πολύ αδύνατος και καχεκτικός
  3. ο κλαψιάρης, ο μεμψίμοιρος
  4. (παρωχημένο) ο φυματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία