μαραζιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαραζιάρης < μαράζι
Επίθετο
επεξεργασίαμαραζιάρης
- που έχει καταπέσει ψυχολογικά, είναι καταθλιπτικός, μελαγχολικός
- που έχει μαραζώσει το κορμί του ή είναι από τη φτιαξιά του πολύ αδύνατος και καχεκτικός
- ο κλαψιάρης, ο μεμψίμοιρος
- (παρωχημένο) ο φυματικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαραζιάρης
|