μαξιμαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαξιμαλιστικός < μαξιμαλισμός
Επίθετο
επεξεργασίαμαξιμαλιστικός
- ο σχετικός με τον μαξιμαλισμό, που προωθεί ζητήματα στα άκρα, που απαιτεί το μέγιστο και διακινδυνεύει την απώλεια ακόμα και το εφικτού
Αντώνυμα
επεξεργασία- (όχι σε όλες τις έννοιες)
- μινιμαλιστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαξιμαλιστικός