Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαξιμαλιστικός η μαξιμαλιστική το μαξιμαλιστικό
      γενική του μαξιμαλιστικού της μαξιμαλιστικής του μαξιμαλιστικού
    αιτιατική τον μαξιμαλιστικό τη μαξιμαλιστική το μαξιμαλιστικό
     κλητική μαξιμαλιστικέ μαξιμαλιστική μαξιμαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαξιμαλιστικοί οι μαξιμαλιστικές τα μαξιμαλιστικά
      γενική των μαξιμαλιστικών των μαξιμαλιστικών των μαξιμαλιστικών
    αιτιατική τους μαξιμαλιστικούς τις μαξιμαλιστικές τα μαξιμαλιστικά
     κλητική μαξιμαλιστικοί μαξιμαλιστικές μαξιμαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαξιμαλιστικός < μαξιμαλισμός

  Επίθετο επεξεργασία

μαξιμαλιστικός

  • ο σχετικός με τον μαξιμαλισμό, που προωθεί ζητήματα στα άκρα, που απαιτεί το μέγιστο και διακινδυνεύει την απώλεια ακόμα και το εφικτού

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία