μαντιναδολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
μαντιναδολόγος μαντινάδα + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαντιναδολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- εκείνος που φτιάχνει και λέει μαντινάδες
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαντιναδολόγος
|