Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαντζουριανός η μαντζουριανή το μαντζουριανό
      γενική του μαντζουριανού της μαντζουριανής του μαντζουριανού
    αιτιατική τον μαντζουριανό τη μαντζουριανή το μαντζουριανό
     κλητική μαντζουριανέ μαντζουριανή μαντζουριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαντζουριανοί οι μαντζουριανές τα μαντζουριανά
      γενική των μαντζουριανών των μαντζουριανών των μαντζουριανών
    αιτιατική τους μαντζουριανούς τις μαντζουριανές τα μαντζουριανά
     κλητική μαντζουριανοί μαντζουριανές μαντζουριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντζουριανός < Μαντζουρία < Manshū (ιαπωνική ονομασία της περιοχής)

  Επίθετο επεξεργασία

μαντζουριανός,ή,ό

  1. σχετικός με τη Μαντζουρία, καταγόμενος από εκεί, προερχόμενος από εκεί
  2. έχει φέρει ένα καταπληκτικό μαντζουριανό χαλί

  Μεταφράσεις επεξεργασία