μαντέμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαντέμι | τα | μαντέμια |
γενική | του | μαντεμιού | των | μαντεμιών |
αιτιατική | το | μαντέμι | τα | μαντέμια |
κλητική | μαντέμι | μαντέμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαντέμι ουδέτερο
- κράμα σιδήρου με άνθρακα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαντέμι
→ δείτε τη λέξη χυτοσίδηρος |