μαμμόθρεπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμαμμόθρεπτος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που μεγάλωσε με τη γιαγιά
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νέα ελληνικά: μαμόθρεφτος με διαφορετική σημασία
Πηγές
επεξεργασία- μαμμόθρεπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.