ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μαμμόθρεπτος τὸ μαμμόθρεπτον
      γενική τοῦ/τῆς μαμμοθρέπτου τοῦ μαμμοθρέπτου
      δοτική τῷ/τῇ μαμμοθρέπτ τῷ μαμμοθρέπτ
    αιτιατική τὸν/τὴν μαμμόθρεπτον τὸ μαμμόθρεπτον
     κλητική ! μαμμόθρεπτε μαμμόθρεπτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μαμμόθρεπτοι τὰ μαμμόθρεπτ
      γενική τῶν μαμμοθρέπτων τῶν μαμμοθρέπτων
      δοτική τοῖς/ταῖς μαμμοθρέπτοις τοῖς μαμμοθρέπτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μαμμοθρέπτους τὰ μαμμόθρεπτ
     κλητική ! μαμμόθρεπτοι μαμμόθρεπτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μαμμοθρέπτω τὼ μαμμοθρέπτω
      γεν-δοτ τοῖν μαμμοθρέπτοιν τοῖν μαμμοθρέπτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαμμόθρεπτος < μάμμ(η) + -ό- + θρεπτός (τρέφω)

  Επίθετο

επεξεργασία

μαμμόθρεπτος, -ος, -ον

Δείτε επίσης

επεξεργασία