Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαλγασικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαλγασικ
ός
η
μαλγασικ
ή
το
μαλγασικ
ό
γενική
του
μαλγασικ
ού
της
μαλγασικ
ής
του
μαλγασικ
ού
αιτιατική
τον
μαλγασικ
ό
τη
μαλγασικ
ή
το
μαλγασικ
ό
κλητική
μαλγασικ
έ
μαλγασικ
ή
μαλγασικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαλγασικ
οί
οι
μαλγασικ
ές
τα
μαλγασικ
ά
γενική
των
μαλγασικ
ών
των
μαλγασικ
ών
των
μαλγασικ
ών
αιτιατική
τους
μαλγασικ
ούς
τις
μαλγασικ
ές
τα
μαλγασικ
ά
κλητική
μαλγασικ
οί
μαλγασικ
ές
μαλγασικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαλγασικός
<
γαλλική
malgache
Επίθετο
επεξεργασία
μαλγασικός, -ή, -ό
σχετικός με τη
Μαδαγασκάρη
Συγγενικά
επεξεργασία
Μαλγάσιος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μαδαγασκάρη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαλγασικός
γαλλικά
:
malgache
(fr)