μακροτοπωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μακροτοπωνύμιο | τα | μακροτοπωνύμια |
γενική | του | μακροτοπωνύμιου & μακροτοπωνυμίου |
των | μακροτοπωνύμιων & μακροτοπωνυμίων |
αιτιατική | το | μακροτοπωνύμιο | τα | μακροτοπωνύμια |
κλητική | μακροτοπωνύμιο | μακροτοπωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμακροτοπωνύμιο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) τοπωνύμιο μεγαλύτερης περιοχής ή πόλης
- Τα μακροτοπωνύμια ή αστικά τοπωνύμια έχουν μεγαλύτερη από τα μικροτοπωνύμια ή αγροτικά τοπωνύμια βαρύτητα και ιστορική σημασία, γιατί δηλώνουν κατοικημένους οικισμούς.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μακροτοπωνύμιο