μακροσεισμική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακροσεισμική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μακροσεισμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική macroseismic < αρχαία ελληνική μακρός + σεισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακροσεισμική θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακροσεισμική
|