Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακροκοινωνιολογικός η μακροκοινωνιολογική το μακροκοινωνιολογικό
      γενική του μακροκοινωνιολογικού της μακροκοινωνιολογικής του μακροκοινωνιολογικού
    αιτιατική τον μακροκοινωνιολογικό τη μακροκοινωνιολογική το μακροκοινωνιολογικό
     κλητική μακροκοινωνιολογικέ μακροκοινωνιολογική μακροκοινωνιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακροκοινωνιολογικοί οι μακροκοινωνιολογικές τα μακροκοινωνιολογικά
      γενική των μακροκοινωνιολογικών των μακροκοινωνιολογικών των μακροκοινωνιολογικών
    αιτιατική τους μακροκοινωνιολογικούς τις μακροκοινωνιολογικές τα μακροκοινωνιολογικά
     κλητική μακροκοινωνιολογικοί μακροκοινωνιολογικές μακροκοινωνιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακροκοινωνιολογικός < μακροκοινωνιολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μακροκοινωνιολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία