Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακαριακός η μακαριακή το μακαριακό
      γενική του μακαριακού της μακαριακής του μακαριακού
    αιτιατική τον μακαριακό τη μακαριακή το μακαριακό
     κλητική μακαριακέ μακαριακή μακαριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακαριακοί οι μακαριακές τα μακαριακά
      γενική των μακαριακών των μακαριακών των μακαριακών
    αιτιατική τους μακαριακούς τις μακαριακές τα μακαριακά
     κλητική μακαριακοί μακαριακές μακαριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακαριακός < Μακάρ(ιος) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μακαριακός, -ή, -ό

  • (πολιτική) που υποστηρίζει τον Μακάριο (1913-1977), αρχιεπίσκοπο της Κύπρου και πρώτο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, σχετίζεται μαζί του ή αναφέρεται σε αυτόν

  Μεταφράσεις επεξεργασία