μακαριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακαριακός < Μακάρ(ιος) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
μακαριακός, -ή, -ό
- (πολιτική) που υποστηρίζει τον Μακάριο (1913-1977), αρχιεπίσκοπο της Κύπρου και πρώτο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, σχετίζεται μαζί του ή αναφέρεται σε αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακαριακός
|