γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μαθών μαθοῦσ τὸ μαθόν
      γενική τοῦ μαθόντος τῆς μαθούσης τοῦ μαθόντος
      δοτική τῷ μαθόντ τῇ μαθούσ τῷ μαθόντ
    αιτιατική τὸν μαθόντ τὴν μαθούσᾰν τὸ μαθόν
     κλητική ! μαθών μαθοῦσ μαθόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μαθόντες αἱ μαθοῦσαι τὰ μαθόντ
      γενική τῶν μαθόντων τῶν μαθουσῶν τῶν μαθόντων
      δοτική τοῖς μαθοῦσῐ(ν) ταῖς μαθούσαις τοῖς μαθοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς μαθόντᾰς τὰς μαθούσᾱς τὰ μαθόντ
     κλητική ! μαθόντες μαθοῦσαι μαθόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μαθόντε τὼ μαθούσ τὼ μαθόντε
      γεν-δοτ τοῖν μαθόντοιν τοῖν μαθούσαιν τοῖν μαθόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μαθών, μαθοῦσα, μαθόν